- κατοίκησα
- κατοικέωsettle inaor ind act 1st sg (homeric ionic)κατοικέωsettle inaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατοικησάσης — κατοικησά̱σης , κατοικέω settle in aor part act fem gen sg (attic epic ionic) κατοικησά̱σης , κατοικέω settle in aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικήσας — κατοικήσᾱς , κατοικέω settle in aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) κατοικήσᾱς , κατοικέω settle in aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικήσασα — κατοικήσᾱσα , κατοικέω settle in aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) κατοικήσᾱσα , κατοικέω settle in aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικήσασαι — κατοικήσᾱσαι , κατοικέω settle in aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) κατοικήσᾱσαι , κατοικέω settle in aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικήσασαν — κατοικήσᾱσαν , κατοικέω settle in aor part act fem acc sg (attic epic ionic) κατοικήσᾱσαν , κατοικέω settle in aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικήσασι — κατοικήσᾱσι , κατοικέω settle in aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) κατοικήσᾱσι , κατοικέω settle in aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικήσασιν — κατοικήσᾱσιν , κατοικέω settle in aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) κατοικήσᾱσιν , κατοικέω settle in aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικώ — κατοίκησα, κατοικήθηκα, κατοικημένος 1. διαμένω μόνιμα σε κάποιο τόπο: Κατοικώ στην Αθήνα. 2. έχω κατοικία: Κατοικώ στην οδό Πόντου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατοικώ — κατοικώ, κατοίκησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής